Χρήστος Καραπάνος*: Πόλεμος και κλιματική κρίση φωτίζουν την ανάγκη αναθεώρησης του αγροδιατροφικού τομέα

0
3151

Αναμφίβολα ο πόλεμος στην Ουκρανία, πέραν των άλλων συνεπειών και δεινών, ξεκίνησε μία συζήτηση και έναν προβληματισμό στην ΕΕ για μία επικείμενη διατροφική κρίση επισιτισμού, λόγω των ελλείψεων συγκεκριμένων προϊόντων και των διαταραχών στην αλυσίδα του εφοδιασμού. Παρότι είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για τέτοια κρίση, (ιδιαίτερα αν ο πόλεμος δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια) και μόνο μία τέτοια κουβέντα στην αναπτυγμένη ΕΕ δεν μπορεί παρά να θέσει μια σειρά ζητημάτων, που σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση και το πλαίσιο παραγωγής που επικρατεί, γίνονται κρίσιμα. Δημιουργεί ερωτήματα, πχ, γιατί χώρες της Αφρικής έχουν ως βασικό πυλώνα της διατροφής του το βορειοευρωπαϊκό σιτάρι, ενώ για αιώνες οι λαοί της βάσιζαν την επιβίωσή τους σε άλλα δημητριακά, καταλληλότερα για το κλίμα και τα εδάφη τους.

Είναι βέβαιο ότι τα προβλήματα που χαρακτήριζαν τον αγροδιατροφικό τομέα τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν βαθύνει περαιτέρω και έχουν πάρει τη μορφή αδιεξόδων που γίνονται πλέον εύκολα αντιληπτά από όλους, πέρα από τις ελλείψεις ειδών, και ως υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, χαμηλή ποιότητα τροφής, υψηλές τιμές. Επίσης όλο και πιο μεγάλη γίνεται η συμπίεση του αγροτικού εισοδήματος, η υπερχρέωση των αγροτών, προκειμένου να καλύπτουν τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα της καλλιέργειας, κάτι που οδηγεί σε μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, άρα και των παραγόμενων ποσοτήτων.

Η εξάρτηση από τις μεγάλες εταιρείες

Αυτά, όμως, δεν είναι παρά η κορφή του παγόβουνου. Στο νεοφιλελεύθερο αυτό μοντέλο, οι μεγάλες εταιρείες που παράγουν τα εξειδικευμένα μέσα παραγωγής (συχνά παντεταρισμένα και με ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά), οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, αλλά και οι μεγάλες εμπορικές εταιρείες διανομής και πώλησης, αυξάνουν διαρκώς το μερίδιο τους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις, οι επιστήμονες και το αγροτικό εργατικό δυναμικό περιορίζονται διαρκώς σε μικρότερα κομμάτια του πλούτου αυτού.

Η μονοκαλλιέργεια σε μεγάλες εκτάσεις, η υπερβολική και αυξανόμενη εξάρτηση του αγρότη και της αγρότισσας από τα εξειδικευμένα προϊόντα (σπόροι, λιπάσματα , φάρμακα) των corporate και τα ορυκτά καύσιμα είναι φαινόμενα αυτού του μοντέλου. Πολλά μέρη της παραγωγικής διαδικασίας που θα μπορούσαν να είναι «περιουσία» του παραγωγικού υποκειμένου, όπως η λίπανση με τη συνέργεια γεωργίας – κτηνοτροφίας και τη σωστή αξιοποίηση των φυσικών πόρων και περιβάλλοντος, η επιλογή προγραμμάτων καλλιέργειας που να είναι βιώσιμα, αλλά και κοινωνικά ωφέλιμα, η τεχνογνωσία σε διάφορα στάδια της καλλιέργειας (όπως πχ η γνώση της διατήρησης και παραγωγής σπόρων), ανήκουν εξολοκλήρου στις μεγάλες εταιρείες. Έτσι η παραγωγή βασίζεται όλο και περισσότερο σε παντεταρισμένες εισροές, που διαρκώς ακριβαίνουν και που, ταυτόχρονα, χρειάζονται μεγάλες ποσότητες καυσίμων για να μεταφέρονται και να παράγονται. Η αειφορία και η δυνατότητα συνέργειας φύσης – γεωργίας δεν λαμβάνονται υπόψη και η σχετική γνώση δεν αναπτύσσεται.

Το διατροφικό μοντέλο και το αξιακό του υπόβαθρο συνεισφέρουν σε αυτήν την κατάσταση. Η λογική της αυτάρκειας σε τοπικό, εθνικό, αλλά και ευρύτερο επίπεδο και η ανάπτυξη της ανάλογης στρατηγικής είναι μειοψηφική. Οι καλλιέργειες, ιδιαίτερα των βασικών προϊόντων, μοιράζονται στις ηπείρους και τις γεωγραφικές περιοχές με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους των μεγάλων εταιρειών και όχι τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, οικονομικών και διατροφικών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες (με επισιτιστικά προβλήματα πολλές φορές) αναγκάζονται να καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις ζωοτροφών για τις ανάγκες της σίτισης των βοοειδών (κι άλλων ζώων) στις ΗΠΑ και τη Β. Ευρώπη. Οι ανάγκες αυτές είναι τεράστιες εξαιτίας της καθημερινής κατανάλωσης των σχετικών προϊόντων από τη συντριπτική πλειονότητά των καταναλωτών, κάτι που έχει επιβάλλει δια της διαφήμισης (και όχι μόνο) η σχετική πανίσχυρη επί δεκαετίες βιομηχανία. Με το ισοζύγιο φυτικής/ζωικής παραγωγής για την πρωτεΐνη στο 1 προς 10 (10 κιλά φυτικής πρωτεΐνης για την παραγωγή 1 κιλού ζωικής) στο νερό 1 προς 11 (1 λίτρο νερό για την παραγωγή φυτικής πρωτεΐνης, 11 για την ίδια ποσότητα ζωικής) και με δεδομένα ότι η συγκεκριμένη βιομηχανία εκπέμπει το 20% παγκοσμίως των αερίων του θερμοκηπίου, καταβροχθίζοντας και το ¼ των ετησίως παραγόμενων ορυκτών καυσίμων (33% στις ΗΠΑ), καταλαβαίνουμε πώς λειτουργεί το μοντέλο αυτό και τις ευρύτερες επιπτώσεις του.

Δυνατή η ανατροπή

Είναι σαφές ότι έτσι ζημιώνει την κοινωνία, αυξάνει τις ανισότητες, φθίνει φυσικούς και ορυκτούς πόρους, βλάπτει το περιβάλλον, ευνοεί ελάχιστους ήδη πανίσχυρους. Τα αδιέξοδά του, όμως, που επιτείνονται και με τη μεγάλη συνεισφορά του στην κλιματική κρίση δημιουργούν και τους όρους της ανατροπής του, τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην κοινωνία και την οικονομία. Στην ανάγκη αυτής της ανατροπής και αλλαγής ο πολίτης φτάνει προσωπικά, βιωματικά, αλλά και συλλογικά ως κοινωνία από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους. Είτε ως παραγωγός, είτε ως καταναλωτής, είτε αγωνιζόμενος για ένα «καθαρό» φυσικό περιβάλλον. Η σύνδεση και συνέργεια της αγροτικής παραγωγής με τις διατροφικές ανάγκες (ποιοτικά και ποσοτικά) της κοινωνίας, η σχέση αμοιβαίου οφέλους φύσης, γεωργίας και κτηνοτροφίας, η συνεργασία των παραγωγικών δυνάμεων με τη μορφή κολεκτίβων είναι μέρος της λύσης του προβλήματος, της ανατροπής του μοντέλου και της αναδιανομής του πλούτου εντός της διατροφικής αλυσίδας και της επικράτησης μιας νέας πραγματικότητας, που βάζει τον άνθρωπο και το περιβάλλον στο επίκεντρο και όχι το κέρδος.

Η αναγεννητική γεωργία, η περμακουλτούρα, η βιολογική γεωργία, η εν γένει αειφόρος και βιώσιμη γεωργία είναι προσεγγίσεις σαφώς στη σωστή παραγωγική κατεύθυνση, αλλά και στηρίγματα αυτού του νέου μοντέλου ανάπτυξης. Η εκπόνηση στρατηγικών σε τοπικό και εθνικό επίπεδο είναι επίσης απαραίτητη, ώστε να υπάρχει και η ανάλογη ωφέλεια από τις ΚΑΠ και την πολιτική της ΕΕ, που παραμένει προνομιακή για πράσινες κι εναλλακτικές πολιτικές, σε σχέση τουλάχιστον με άλλες οικονομικές ζώνες (ΗΠΑ , Κίνα, κλπ), όπως και σε θέματα διατήρησης και προστασίας τοπικών προϊόντων. Στην Ελλάδα, μια χώρα που πολλές περιοχές της έχουν αναπτύξει τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και όλη η οικονομία της έχει εκ των πραγμάτων μεγάλη εξάρτηση από αυτόν, μια τέτοια στρατηγική και η επεξεργασία ανάλογων θέσεων είναι επιτακτική ανάγκη.

Ο πλανήτης μας είναι σε θέση να παράγει και να διανέμει αρκετή τροφή (ποσοτικά και ποιοτικά) και πλούτο σε όλη την ανθρωπότητα. Η υπερεκμετάλλευση και η στρεβλή ανάπτυξη για χάρη της ολοένα αυξανόμενης απληστίας της υποτιθέμενης ελεύθερης αγοράς είναι η ασθένεια, ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος καρκίνος.


* Ο Χρήστος Καραπάνος είναι βιοκαλλιεργητής, υπεύθυνος για ενεργά προγράμματα αναγεννητικής γεωργίας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here