Η συζήτηση στη Βουλή για τα εξοπλιστικά προγράμματα δεν αναμενόταν να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ψήφος όλων των κομμάτων επί του σχετικού νομοσχεδίου ήταν εκ των προτέρων γνωστή, οι αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενό του είχαν γίνει από καιρό δημόσια, η γραμμή της ατάκας για την «αλλοπρόσαλλη στάση» της αξιωματικής αντιπολίτευσης (όπως τη συνόψισε ο κ. Μητσοτάκης: «“Ναι” στο ένα, “όχι” στο άλλο, τα βάζουμε στο μπλέντερ και βγαίνει “παρών”») είχε ήδη δοθεί στην εύκολη δημοσιογραφία.

Η συζήτηση είχε ουσία
Παρόλα αυτά, η συζήτηση αποδείχτηκε σημαντική. Για να αποσείσει αυτή την κατηγορία, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε να τοποθετήσει τη στάση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τις ψηφοφορίες («ό,τι θεωρούμε θετικό θα το υπερψηφίζουμε, ό,τι θεωρούμε προβληματικό δεν θα το υπερψηφίζουμε») σε ένα συνεκτικό γενικότερο πλαίσιο όχι μόνο για τους εξοπλισμούς, αλλά και για τις κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής που συναρτώνται με αυτούς. Έτσι, η συζήτηση απόκτησε διαφορετικό βάθος και βάρος.
Μπορεί να μην κάλυψε τις προσδοκίες ενός πιο απαιτητικού ακροατηρίου με τις –ηθελημένα;– ασαφείς αναφορές του στη δυνατότητα συμμετοχής ελληνικών δυνάμεων σε εκτός συνόρων αποστολές «διεθνών οργανισμών στους οποίους μετέχουμε» (δηλαδή και του ΝΑΤΟ, όχι μόνο του ΟΗΕ; όπως παρατήρησε ο γραμματέας του ΚΚΕ). Ή να μην προχώρησε σε προτάσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμα και σε διμερές επίπεδο, στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, παρά τις αναφορές του σε άλλους πρωθυπουργούς, που το έπραξαν σε πολύ δυσμενέστερες για τη χώρα και τις διμερείς σχέσεις περιστάσεις. Πάντως, οι τοποθετήσεις του είχαν στοιχεία μιας πιο συγκροτημένης αντιπαράθεσης με τη ΝΔ και την κυβερνητική πολιτική, σε μια προσπάθεια να γίνει πιο ορατή η διαφοροποίηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πεδίο των λεγόμενων «εθνικών θεμάτων».
Αμφισβήτηση «εθνικών δογμάτων»
Αυτό που διαφοροποιεί τα πράγματα, ήταν η έμπρακτη αμφισβήτηση του δόγματος «η κυβέρνηση αποφασίζει για τα εξοπλιστικά και η αξιωματική αντιπολίτευση αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τις αποφάσεις της για λόγους εθνικούς». Είχαμε προϊδεαστεί από τη στάση της στο κεφάλαιο των αμυντικών δαπανών του Προϋπολογισμού. Εδώ, τα πράγματα έγιναν πολύ πιο σαφή.
Επίσης, από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ύψος της σχετικής δαπάνης συνδέθηκε άμεσα και ρητά με τις δαπάνες για κοινωνική πολιτική και για τη στήριξη του λαϊκού εισοδήματος, ιδίως στη συγκυρία της ασφυκτικής ακρίβειας. Αμφισβητήθηκε έτσι ένα ακόμα δόγμα, της ανεπιφύλακτης αποδοχής των αναγκαίων θυσιών του λαού για την εθνική άμυνα. Παρά τη φραστική αστοχία του συνεπώνυμου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, που έδωσε λαβή για σχόλια, ο πρόεδρός του διατύπωσε με σαφήνεια την ορθή θέση ότι η προστασία από εξωτερικές απειλές, η λεγόμενη αποτρεπτική ισχύς, χρειάζεται για την ευημερία και τη συνοχή της κοινωνίας και πρέπει να συμβαδίζει και να ισορροπεί με αυτές, δεν είναι ανεξάρτητη μεταβλητή που μπορεί να εξελίσσεται σε βάρος μιας άλλης.
Τέλος, συνέδεσε τις εξοπλιστικές δαπάνες με τη γενικότερη εξωτερική πολιτική στην οποία εντάσσονται. Συνάρτησε τη χρησιμότητά τους και την αποτίμησή τους με την ένταξή τους σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ύφεσης και ειρήνης. Με γνώμονα τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της χώρας και όχι τις αποκλίνουσες από αυτά ανάγκες των ισχυρών, που μπορούν να παρασύρουν σε επικίνδυνες εμπλοκές. Με τον ήχο από τα τύμπανα μιας σκοπούμενης πολεμικής σύγκρουσης στη γειτονιά μας, η απαίτηση αυτή αποκτούσε πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο και τόνιζε την απόσταση που τη χωρίζει από την κυβερνητική πολιτική αδιαμαρτύρητης συμπόρευσης με τυχοδιωκτικές επιδιώξεις.
Με τη ρητορική της εθνικοφροσύνης
Το πόσο ενόχλησε η αμφισβήτηση αυτών των δογμάτων, φάνηκε από τη δευτερολογία του κ. Μητσοτάκη, που κατέφυγε σε μια ρητορική της Δεξιάς του ’50. Μίλησε για διάρρηξη «του μετώπου εθνικής συστράτευσης», χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη στάση «εθνική παραφωνία», για να καταλήξει στο αρχαϊκό «ανήκουμε στη Δύση, είτε το θέλετε είτε όχι», αντλώντας από το αλησμόνητο οπλοστάσιο της κατ’ επάγγελμα εθνικοφροσύνης. Κι όλα αυτά, για να αντικρούσει –με τον χειρότερο τρόπο, είναι αλήθεια– την κατηγορία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση θεωρεί την Ελλάδα «προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης και όχι ευρωπαϊκό πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας, ασφάλειας» και παίζει τον ρόλο «συνοριοφύλακα και δεσμοφύλακα, που καθησυχάζει την Ευρώπη ότι θα κάνει τη βρώμικη δουλειά» –στηλιτεύοντας έτσι και την πολιτική της στο προσφυγικό.
Κατηγορία που δικαιώθηκε και από την αναφορά του κ. Μητσοτάκη στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης: ως ευχέρεια παρέμβασής της «όταν εκείνη κρίνει μόνη της ότι θέλει ή πρέπει να παρέμβει κάπου, όπου το ΝΑΤΟ ή ο ΟΗΕ δεν θέλουν ή δεν μπορούν να παρέμβουν»! Η απλή σύγκριση με την τοποθέτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την ουκρανική κρίση, αποκαλύπτει το χάσμα της διαφοράς: «Στηρίζουμε την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις με κεντρικό ρόλο της ΕΕ για μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και ελέγχου εξοπλισμών, που θα συμπεριλάβει και τη Ρωσία και θα βασίζεται στις αρχές του ΟΑΣΕ και της Ευρωπαϊκής Χάρτας Ασφαλείας».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, είχαν και οι τοποθετήσεις του σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε αντίθεση με την αναβλητική κυβερνητική τακτική τής προσχηματικής διαιώνισης των διερευνητικών συνομιλιών. Υπενθύμισε την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συνδεθεί η αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας με την υποβολή συνυποσχετικού για τη Χάγη ή με την προώθηση των όρων για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε μια διάσκεψη της ΕΕ για την Ανατολική Μεσόγειο και το Φόρουμ Φυσικού Αερίου του Καΐρου. Πρόταση που έχει ξεχαστεί, παρά το γεγονός ότι αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά την εγκατάλειψη του EastMed από τις ΗΠΑ.