Ο επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσια Διοίκησης του ΕΚΠΑ, και διευθυντής του Εργαστηρίου Ελληνικής Πολιτικής, Γιάννης Τσίρμπας μιλά με αφορμή τις συνεντεύξεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη στρατηγική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα. Ο ίδιος παρατηρεί ότι η ΝΔ επιχειρεί να περιορίσει τη συζήτηση και να είναι λιγότεροι οι συμμετέχοντες σε αυτή. Χρειάζεται να αποδοθούν ευθύνες και να προταχθεί μια ξεκάθαρη – ολοκληρωμένη, εναλλακτική πρόταση, προκειμένου να ανατραπεί το πολιτικό σκηνικό.
Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις των Κ. Μητσοτάκη και Α. Τσίπρα έδωσαν το στίγμα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα. Ποια τα συμπεράσματά σου, αρχικά από την εμφάνιση του πρωθυπουργού; Προκύπτει η στρατηγική της ΝΔ για το επόμενο διάστημα;
Τα προτάγματα του Κ. Μητσοτάκη, με τα οποία και φαίνεται ότι θα πάει στις εκλογές, είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και η ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα θα ρίχνει την ευθύνη για τα όποια οικονομικά προβλήματα έξω από τα σύνορα. Στη συνέντευξή του, επιχείρησε να εμφανιστεί, για μία ακόμα φορά, ως υπεύθυνη δύναμη, που δεν κάνει βιαστικές κινήσεις και φλέρταρε με τα δικά του ακροατήρια, όπως είναι τα σώματα ασφαλείας, οι μεγαλοϊδιοκτήτες, ένα μεγάλο τμήμα των αγροτών. Ένα γενικό συμπέρασμα από τη συνέντευξη είναι ότι ισχυρό χαρτί της ΝΔ ήταν και παραμένει ο Κ. Μητσοτάκης. Από εκεί και πέρα, η εμφανής αδυναμία του είναι ότι δεν μπορεί να πείσει ότι έχει κάποια πολιτική για τις ανισότητες. Και δεν μπορείς να πας στις εκλογές χωρίς κάποιες πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων. Για αυτό και παίζει το χαρτί της υπευθυνότητας, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι το αδύναμο σημείο της άλλης πλευράς. Η αλήθεια είναι ότι είναι στην πιο στριμωγμένη του στιγμή, παρά το ευνοϊκό κλίμα στα μίντια.
Τον τελευταίο μήνα γιγαντώθηκε το κύμα της ακρίβειας, αποδείχτηκε η πλήρης ανικανότητα διαχείρισης κρίσεων με τον χιονιά και η πανδημία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τι μας δείχνει το γεγονός ότι δεν καταρρέει δημοσκοπικά;
Για να μπορέσει ένα θέμα να αναδειχθεί ως κεντρικό στον εκλογικό ανταγωνισμό, δεν αρκεί να αποτυγχάνει η κυβέρνηση. Θα πρέπει και να εμπλέκει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και να υπάρχει αίσθηση εναλλακτικής. Και εδώ έχει ευθύνη και ο ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, στην ακρίβεια, που είναι το νούμερο ένα πρόβλημα σήμερα για τους πολίτες, και ο Κ. Μητσοτάκης και ο Αλ. Τσίπρας είπαν το ίδιο πράγμα, ότι είναι διεθνές φαινόμενο. Σωστά. Αλλά, δεν μπορεί να σταθεί μια επιχειρηματολογία του τύπου φταίει και ο διεθνής παράγοντας και η εγχώρια κυβέρνηση. Αν δεν αποδίδονται ευθύνες και αν δεν προτάσσεται μια ξεκάθαρη – ολοκληρωμένη, εναλλακτική πρόταση, τότε είναι αδύνατον να ενεργοποιηθεί η λεγόμενη «οικονομική ψήφος», η οποία και μπορεί να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό. Για αυτό, μέχρι στιγμής, η ΝΔ δεν έχει υποστεί σοβαρές συνέπειες για την πολιτική που έχει ασκήσει στα μεγάλα μέτωπα που αναφέρατε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ενισχύσει, γιατί έχει υποστεί βλάβη, την αξιοπιστία του. Χάριν της αντικειμενικότητας δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η πανδημία και η ακρίβεια είναι πράγματι διεθνή φαινόμενα.
Σε έρευνα του 2019, με αυθόρμητες απαντήσεις, διαπιστώναμε με τα λόγια των συμμετεχόντων πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέμα αξιοπιστίας. Δεν εννοώ ο ΣΥΡΙΖΑ να μην ερμηνεύει τα φαινόμενα αυτά, αλλά πρέπει να είναι προσεκτικός ως προς το τι αίσθηση δημιουργεί. Δεν είσαι απαραίτητα αξιόπιστος όταν είσαι χαμηλών τόνων. Εκεί νομίζω ότι υπάρχει μια σύγχυση ρητορικής. Στις δύο συνεντεύξεις, θύμιζε ο ένας τον άλλον: ο Τσίπρας τον Μητσοτάκη και ο Μητσοτάκης τον Τσίπρα. Αυτό δεν αφήνει αποτύπωμα. Και να δώσω και ένα ακόμα παράδειγμα που εντάσσεται σε αυτή τη συζήτηση σύγχυσης στρατηγικής και μετριοπάθειας; Ο Αλ. Τσίπρας αναγνώρισε στον ΣΚΑΪ το δικαίωμα να έχει πολιτική τοποθέτηση. Αυτό είναι αντισυνταγματικό. Έπρεπε διακριτικά να πει ότι η μονοφωνία στα ΜΜΕ είναι ένα τεράστιο θέμα δημοκρατίας.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ;
Υπάρχει μια υπό διαμόρφωση στρατηγική, η οποία πατά στο θέμα της αξιοπιστίας. Σε αυτό το πλαίσιο, φαντάζομαι, συγκρότησε και το think tank ο Αλ. Τσίπρας. Και για αυτό, όπως έγραψε και ο Γ. Μοσχονάς στην «Καθημερινή», εγκαταλείπονται όροι, σύμβολα και ιδέες. Η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανής και διαπερνά τις προτάσεις του για τον κατώτατο μισθό, την Υγεία, τη ΔΕΗ, κ.λπ. Πιστεύω ότι εδώ προκύπτει μια άλλη ανάγκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διευρύνει το εκλογικό ακροατήριο. Η δήλωση του Κ. Μητσοτάκη πως «κάθε πολιτική διαφωνία σταματά εκεί που ξεκινά το συμφέρον της πατρίδας» δείχνει την προσπάθεια της Δεξιάς να περιορίζει τη συζήτηση και να είναι λιγότεροι οι συμμετέχοντες σε αυτή. Από τον Ιανουάριο του 2015 έχουμε χάσει από το εκλογικό σώμα γύρω στους 800.000 ψηφοφόρους. Ένα κόμμα της Αριστεράς πρέπει να έχει μια στοχευμένη στρατηγική διεύρυνσης ακροατηρίου. Εκεί μέσα έχω την εντύπωση ότι βρίσκονται άνθρωποι πολύ περισσότερο ευνοϊκά διακείμενοι προς την αντιπολίτευση από ότι προς την κυβέρνηση. Στις ΗΠΑ, ο Μπάιντεν κέρδισε κρίσιμες πολιτείες γιατί δόθηκε μάχη για να γραφτούν χιλιάδες ψηφοφόροι στους εκλογικούς καταλόγους. Στην Ελλάδα φτάνουμε σε αυτό το σημείο. Και δεν αποδίδει να ψάχνουμε τα λεφτά που δεν μπορεί να δικαιολογήσει ο Αδ. Γεωργιάδης. Όσοι αποξενωθούν από τη διαφθορά δεν θα πάνε στην αντιπολίτευση, θα πάνε σπίτι τους. Η αποξένωση από την πολιτική ενισχύει πάντα αυτόν που έχει την εξουσία.
Παράλληλα δεν χρειάζεται να μπορέσει να αλλάξει την ατζέντα; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να το καταφέρνει αυτό, ενώ προσπαθεί να αποφύγει το να δώσει ιδεολογικοπολιτικό στίγμα. Πώς θα καταφέρει να ξεχωρίσει;
Ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή έχει απωλέσει την αποτελεσματικότητά του, έχει αφήσει αρκετά θέματα έξω από την ατζέντα, ενώ τώρα είναι η στιγμή να τα φέρει στο προσκήνιο. Ένα παράδειγμα είναι τα ΜΜΕ. Δεν έχω δει κάποιο κόμμα να προσπαθεί να λειάνει το ιδεολογικό του αποτύπωμα. Ακόμα και το σημιτικό ΠΑΣΟΚ αναφερόταν σε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταλαβαίνω γιατί να το κάνει. Βέβαια, με το τελευταίο του σποτ «η καρδιά χτυπάει Αριστερά» επιχειρεί να το αντιστρέψει. Ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ψηφίζει με την καρδιά. Δεν μπορείς να του κόβεις τον συναισθηματικό δεσμό, ο οποίος επιβεβαιώνεται μέσα από κοινές λέξεις, αφηγήσεις, εικόνες, σύμβολα. Νομίζω ότι είναι λίγο βιαστικό αυτό το ξεφόρτωμα των συμβόλων. Η στρατηγική δεν μπορεί να περιορίζεται στις επόμενες εκλογές. Ένα κόμμα χρειάζεται μόνιμες σχέσεις, τη δημιουργία θετικών ταυτίσεων μαζί του. Όταν κόβεις όλες τις γωνίες που έχει η ταυτότητά σου, δεν ξέρω τι χώρο αφήνεις για κάποιον που ανήκει στο εκλογικό σώμα που ψηφίζει όντως με την καρδιά και το συναίσθημα.
Πώς ερμηνεύεις την ανθεκτικότητα του αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος και στην περίοδο της αντιπολίτευσης;
Είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει εύκολη απάντηση. Έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι λίγο στρεβλή, όπως αυτή συναρθρώνεται με τα μίντια και τη δημόσια σφαίρα. Και πιστεύω ότι σε ένα βαθμό αυτό συνεχίζει να παίζει ρόλο, γιατί υπάρχουν δεξιά και αριστερά αντιΣΥΡΙΖΑ εστίες, οι οποίες σιγοκαίνε. Αυτό όμως δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι διεθνής η αύξηση των αρνητικών ταυτίσεων, μιας στάσης «αντί». Στις εκλογές του 2019 είχαμε κάνει μία σχετική έρευνα και διαπιστώσαμε ότι –όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες στην Αμερική- αρχίζουν οι άνθρωποι όχι μόνο να μην θέλουν να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να μην έχουν σχέση με τον συριζαίο γείτονά τους. Υπάρχει μία διάχυση του αρνητισμού, ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Και αυτός ο αρνητισμός δεν συνδέεται ταυτόχρονα με θετική στάση για ένα κόμμα. Το φαινόμενο παρατηρείται, βέβαια, και προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά με μικρότερη ένταση.
Ποιος είναι ο ρόλος του ΚΙΝΑΛ στο κομματικό παιχνίδι;
Περνά έναν δημοσκοπικό μήνα του μέλιτος. Ακόμα, τουλάχιστον, ας μην δίνουμε τόσο βάρος σε αυτό. Προς το παρόν, λειτουργεί ένα effect του καινούριου προσώπου. Από την άλλη, ο Ανδρουλάκης πέτυχε να βγάλει γρήγορα τη ρετσινιά από πάνω του του «κολαούζου» κάποιου κόμματος. Γι’ αυτό και εισπράττει οφέλη και από τα δύο κόμματα. Όσο όμως και να εμφανίζεται ως ο παίκτης με ελευθερία κινήσεων, κάποια στιγμή η απλή αναλογική θα τον υποχρεώσει να πάρει θέση.
Το ΚΙΝΑΛ συγκεντρώνει την εχθρότητα της ΝΔ. Είναι για να ελέγξει τις απώλειες προς αυτό το κόμμα ή για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη συμμαχία, στη βάση της απλής αναλογικής;
Δεν μπορούμε πια να λέμε ότι το ΚΙΝΑΛ είναι παρακολούθημα της Νέας Δημοκρατίας. Νομίζω ότι έχει σχεδόν εξαλειφθεί, σήμερα τουλάχιστον, αυτό το επιχείρημα. Νομίζω ότι η «φυσική ροή των πραγμάτων», με βάση και αυτά που λέει ο Ανδρουλάκης, είναι να ψάξει να συμμαχήσει με την αριστερά. Και αυτή η αντίληψη αρχίζει να υπάρχει στην κοινωνία. Από την άλλη, υπάρχουν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά και εντός του ΚΙΝΑΛ, και άλλες δυνάμεις, οι οποίες ενδεχομένως να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Δεν είναι, πάντως, ένα απίθανο σενάριο.
Προς το παρόν, αντιδεξιό μέτωπο δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα…
Και ίσως να μη συγκροτηθεί. Προς το παρόν, βλέπουμε αποσπασματικές εκφάνσεις ενός αντιδεξιού λόγου. Όταν μιλάμε για αντιδεξιό μέτωπο, αυτό δεν μπορεί να συγκροτηθεί στην κάλπη, αλλά στην κοινωνία. Είμαστε σε μια εποχή αφηγήσεων μικρού βεληνεκούς. Υπάρχει μία κόπωση και δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχουν οι εφεδρείες στην κοινωνία για ένα αντιδεξιό μέτωπο. Περάσαμε έναν κύκλο μεγάλης, μετωπικής έντασης και τώρα δεν υπάρχουν οι αντοχές. Όσο πλησιάζουμε τις εκλογές, όμως, θα μπούμε σε περίοδο συσπειρώσεων.
Η κοινωνία γιατί δεν αντιδρά στη βάρβαρη πολιτική που ασκεί η ΝΔ;
Η κοινωνία δεν αντιδρά σχεδόν ποτέ μόνη της, ανοργάνωτη ή χωρίς κάποιος να πλαισιώσει τα κοινωνικά αιτήματα. Αυτή τη στιγμή η κοινωνία μιλά, μας λέει π.χ. στις δημοσκοπήσεις ότι το μεγάλο της πρόβλημα είναι η ακρίβεια. Η αντιπολίτευση πρέπει να της δώσει λόγο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται και σε προσυνεδριακή φάση. Βλέπεις το συνέδριο να μπορεί να θεραπεύσει κάποιες από τις παρατηρήσεις που έκανες στη συζήτησή μας;
Στο βαθμό που θα είναι ειλικρινές και ζωντανό, ναι. Μέχρι τώρα φαίνεται πως το κλίμα είναι θετικό. Δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ζωντανά κόμματα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε φτάσει η έννοια του μέλους ενός κόμματος να είναι απαξιωμένη. Μέσα από τη συζήτηση στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ η έννοια αυτή επανέρχεται, ακόμα και από την πρόταση του Αλ. Τσίπρα για εκλογή της ηγεσίας από τα μέλη. Βέβαια, η εμπειρία από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ δείχνει ότι αυτές οι μαζικές διαδικασίες εκλογής της ηγεσίας τελικά αποδυνάμωσαν τα κόμματα, αντί να τα ενισχύσουν. Τους αφαίρεσαν τη ζωτικότητα των εσωκομματικών διαδικασιών, όπου παράγεται πολιτική. Από την άλλη, τα κόμματα επιτελούν λειτουργίες. Φέρνουν κόσμο μέσα στο πολιτικό σύστημα, εκπαιδεύουν τους ανθρώπους στην πολιτική και αυτές τους οι λειτουργίες είναι αναντικατάστατες.
Συνέντευξη απο την Ιωάννα Δρόσου και τον Παύλο Κλαυδιανό για την ΕΠΟΧΗ