1. Η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο έχει αποτύχει στη διακυβέρνηση, αλλά γίνεται κάθε μέρα που περνάει και πιο επικίνδυνη. Παταγώδης αποτυχία στην αντιμετώπιση της πανδημίας, κανένα μέτρο στήριξης της κοινωνίας απέναντι στο πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, κατάρρευση του δήθεν επιτελικού κράτους που αποδείχθηκε ανίκανο να αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, σχέσεις διαπλοκής και όργιο του πελατειακού κράτους, συνεχείς παρεμβάσεις σε βάρος της ανεξαρτησίας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας του Τύπου. Παρά την επικοινωνιακή διαχείριση της ΝΔ, η κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική της μεγαλώνει και η κυβερνητική φθορά καταγράφεται και δημοσκοπικά. Η δημοσκοπική καθήλωση της ΝΔ οφείλεται στα αποτελέσματα της αντιλαϊκής πολιτικής και στην απάτη που είχε διαπράξει απέναντι σε αυτούς που την έφεραν στην εξουσία. Πράγματι όμως, ενώ η ΝΔ φθείρεται ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ δεν φαίνεται να κερδίζει. Το ερώτημα σας είναι μία από τις προκλήσεις που πρέπει να μας απασχολήσει στο Συνέδριο του κόμματος και να δώσουμε μια συλλογική και νικηφόρα απάντηση, χωρίς εξωραϊσμούς και επανάπαυση. Κατά τη γνώμη μου, για να πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ πως αποτελεί ξανά την αξιόπιστη και ελπιδοφόρα λύση για τον λαό, οφείλει να είναι απολύτως ειλικρινής όσον αφορά τα λάθη και τις αστοχίες (παρά τα πολλά θετικά) της κυβερνητικής του πολιτικής και να γίνει απολύτως συγκεκριμένος όσον αφορά τις λύσεις που προτείνει. Η μέχρι τώρα αντιπολιτευτική μας πολιτική δεν έχει καταφέρει να τα συνδυάσει αυτά με επιτυχία.
2. Το πρώτο που έχω να πω είναι ότι η πρόταση αυτή του προέδρου του κόμματος όφειλε να μην είναι αιφνιδιαστική. Το κομματικό φαινόμενο, το πώς ένα κόμμα θα γίνει περισσότερο δημοκρατικό στη λειτουργία του, πιο ελκτικό για τα μέλη του, πώς θα αξιοποιήσει τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας για να βελτιώσει τη συμμετοχή όλων των μελών του, να γίνει πιο αποτελεσματικό, μας απασχολεί όλους και όλες και όχι μόνο τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και διεθνώς έχει ανοίξει εδώ και χρόνια μια παρόμοια συζήτηση. Προφανώς όλα αυτά τα θέματα θα αποτελέσουν ένα από τα βασικά επίδικα του 3 Συνέδριου. Χρειαζόμαστε, κατά τη γνώμη μου, ένα μαζικό κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς, που θα υιοθετεί και θα εκφράζει προχωρημένες ιδέες, με σαφές ταξικό πρόσημο υπέρ των αδυνάμων, κινηματική πρακτική, άρνηση ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο σύστημα. Χρειαζόμαστε ένα ζωντανό, ενωμένο κόμμα, με πολύ πιο έντονη παρουσία στους μαζικούς χώρους και κοινωνικούς χώρους. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα που θα μένει μακριά από στερεότυπα, δογματισμούς και φανατικές προσκολλήσεις, που θα εμπιστεύεται βαθιά τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη δύναμη της συμμετοχής των μελών του. Που τα μέλη του θα συμμετέχουν στη ζωή και στη δράση του κόμματος, που θα έχουν λόγο, και μάλιστα αποφασιστικό, ιδιαίτερα στα ζητήματα παραγωγής της πολιτικής. Αυτό σημαίνει δημοκρατικός και συλλογικός τρόπος λειτουργίας των κομμάτων και όχι η απροϋπόθετη εκλογή της ηγεσίας. Η συγκεκριμένη πρόταση προβλήθηκε ως δημοκρατική τομή, ως εκσυγχρονισμός, στην ουσία της όμως είναι μια πρόταση που καταργεί κάθε έννοια αντιπροσώπευσης και λογοδοσίας των οργάνων στο σώμα που τα εξέλεξε. Αποσυνδέει την εκλογή των μελών της ΚΕ από την πολιτική συζήτηση που θα διεξαχθεί στο Συνέδριο, καταργεί ουσιαστικά το ρόλο του Συνεδρίου, του ανώτερου οργάνου του κόμματος, αποθεώνει τους μηχανισμούς και ευνοεί τους διάσημους, μετατρέποντας τις οργανώσεις μελών σε μηχανισμούς προσωπικής προβολής και ανάδειξης. Κατά τη γνώμη μου δε, εκ των πραγμάτων, παρά τις όποιες προθέσεις, η συγκεκριμένη πρόταση αποδεικνύεται διχαστική, γιατί την ώρα που η ΝΔ καταρρέει και ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ εύρισκε μια μεγάλη δυνατότητα συγκερασμού των απόψεων εντός του, εισέρχεται πάλι σε μια νέα εσωστρέφεια αντιπαραθέσεων και δίκης προθέσεων, με βάση τις απολύτως θεμιτές αντιρρήσεις στην πρόταση του προέδρου. Οι αντιρρήσεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με αμφισβήτηση του ίδιου του προέδρου και της ανάγκης να ηγηθεί ενός ενωμένου, μαζικού και δημοκρατικού κόμματος της σύγχρονής Αριστεράς. Γι’ αυτούς όλους τους λόγους, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να παραμείνουμε στην πρόταση για εκλογή της ΚΕ και του προέδρου από το συνέδριο, από τους 5.000 και πάνω εκλεγμένους συνέδρους από όλες τις οργανώσεις μελών του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ, ένα μεγάλο αντιπροσωπευτικό σώμα που εκλέγει και στο οποίο λογοδοτεί η συλλογική ηγεσία του κόμματος.
3. Όλα θα εξαρτηθούν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Όσο πιο δυνατός αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ στις επερχόμενες εκλογές, τόσο πιο ευνοϊκές θα είναι οι συνθήκες για εφαρμογή και υλοποίηση ενός ρεαλιστικού και ριζοσπαστικού, ταυτόχρονα, κυβερνητικού προγράμματος, που θα μπορεί να συνεγείρει την πλειοψηφία του λαού. Ο ΣΥΡΙΖΑ– ΠΣ πρέπει να απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου να ανατραπεί η αποτυχημένη και επικίνδυνη κυβέρνηση της ΝΔ και να δημιουργηθεί μια δημοκρατική προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ, στη βάση ενός κοινού προγράμματος, το οποίο θα αποτυπώνει και θα δεσμεύει για τις αναγκαίες τομές όπως: γενναία ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, αποκατάσταση συνδικαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, καθολική πρόσβαση στα δημόσια αγαθά, δρομολόγηση πολιτικών στην κατεύθυνση της αλλαγής του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου με κριτήριο τη βιωσιμότητα. Τα παραπάνω υπάρχουν στα κείμενα του προσυνεδριακού διαλόγου, αξίζει να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο και να θέσουμε τις νέες διαχωριστικές γραμμές που αναδείχθηκαν εντονότερα στον καιρό της πανδημίας στην οικονομία, την υγεία, το κλίμα, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες που δίνουν τα, έστω και προσωρινά, μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης και η έξοδος από τη μνημονιακή εποπτεία.
* Η Έφη Καλαμαρά είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.